πρόδοξος
From LSJ
English (LSJ)
πρόδοξον, judging hastily, Phryn.PSp.8B., Phot.p.140R., Suid. s.v. ἄνθρωπος π.
German (Pape)
[Seite 717] urteilend, bevor man Einsicht erlangt hat, ἄνθρωπος, nach Phryn. in B. A. 6, 28 ὁ προδοξάζων περί τινος οὐ τἀληθῆ, πρὶν ἢ σαφῶς καὶ μετὰ πίστεως ἐξετάσαι τὰ κατ' αὐτόν, ἀστάθμητος.
Greek (Liddell-Scott)
πρόδοξος: -ον, ὁ κρίνων περί τινος πράγματος πρὶν ἢ ἐκ πείρας δοκιμάσῃ αὐτό, ἄκριτος, Α. Β. 6, 26, «ὁ πρὶν ἢ σαφῶς ἐξετάσαι δοξάζων» αὐτόθι 404, 10.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που κρίνει ένα ζήτημα επιπόλαια, χωρίς να το εξετάσει προσεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. παρά-δοξος].