πρόδουλος

From LSJ

οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ → wine clouds one's mind, wine clouds one's judgement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόδουλος Medium diacritics: πρόδουλος Low diacritics: πρόδουλος Capitals: ΠΡΟΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: pródoulos Transliteration B: prodoulos Transliteration C: prodoulos Beta Code: pro/doulos

English (LSJ)

πρόδουλον, serving as a slave, of a shoe, A.Ag.945.

German (Pape)

[Seite 717] an Sklaven Statt, sklavisch, ἀρβύλας, πρόδουλον ἔμβασιν ποδός, Aesch. Ag. 919.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait office de serviteur.
Étymologie: πρό, δοῦλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-δουλος -ον als slaaf fungerend, dienstbaar:. ἀρβύλας,... πρόδουλον ἔμβασιν ποδός laarzen, dienstbaar schoeisel van mijn voet Aeschl. Ag. 945.

Russian (Dvoretsky)

πρόδουλος: служащий рабом: π. ἔμβασις ποδός Aesch. обувь - рабыня ступни.

Greek (Liddell-Scott)

πρόδουλος: -ον, ὁ ὑπηρετῶν ὡς δοῦλος, ἐπὶ ὑποδήματος, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 945: ἀρβύλας... πρόδουλον ἔμβασιν ποδός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για υπόδημα) μτφ. υπηρετώ σαν δούλος («ἀρβύλας... πρόδουλον ἔμβασιν ποδός», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πρόδουλος: -ον, αυτός που υπηρετεί ως δούλος, λέγεται για υπόδημα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πρό-δουλος, ον,
serving as a slave, of a shoe, Aesch.