πτεροείμων
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, (εἷμα) feather-clad, Opp.C.2.190, Orac. ap. Phleg.Fr.37.5J. (πτετρο- cod.).
German (Pape)
[Seite 808] ὁ, ἡ, mit Federn od. Flügeln bekleidet, Opp. Cyn. 2, 190.
Greek (Liddell-Scott)
πτεροείμων: -ονος, ὁ, ἡ, (εἷμα) πτερὰ ἐνδεδυμένος, δηλ. πτερωτός, Ὀππ. Κυν. 2. 190· ἐκ διορθώσεως τοῦ Schneid. ἐν Χρησμ. Σιβ. παρὰ Φλέγ. Τραλλ. 4, ἀντὶ πετροείμονες.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
ο φτερωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -είμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ. μελανείμων].