πυελώδης
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
πυελῶδες, like a trough, hollow, Arist.HA 547b27.
German (Pape)
[Seite 814] ες, trogartig ausgehöhlt, Arist. H. A. 5, 15.
Russian (Dvoretsky)
πυελώδης: корытообразный, желобчатый (Arst. - v.l. πηλώδης).
Greek (Liddell-Scott)
πυελώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πύελον ἢ σκάφην, κοῖλος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15. 17.