πυρηνοειδής
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
πυρηνοειδές, shaped like a stone in fruit, of the ὀδούς 111, Gal.2.756, UP 12.7; καυτῆρας π. provided with knobs, Paul.Aeg.6.2.
German (Pape)
[Seite 821] ές, einem harten Kern ähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρηνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πυρῆνα καρποῦ, Γαλην. 4. 24.
Greek Monolingual
-ες, ΝΜΑ
ο όμοιος με πυρήνα καρπού
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρηνοειδές
βοτ. άχρωμο πρωτεϊνικό σώμα στους χλωροπλάστες πολλών φυκών και ανθοκερωτικών βρυοφύτων, αλλ. πυρηνώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρήν, -ῆνος + -ειδής].