πυριηκής
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
or πυριήκης, ές or ες, (ἀκή Α) with fiery point, μοχλός Od.9.387.
Greek (Liddell-Scott)
πῠριηκής: -ές, (ἀκὴ) ἢ ὀρθότ. πυριήκης, ὁ πεπυρωμένος, ὁ ἔχων πυρίνην ἀκὴν ἢ αἰχμήν, ὡς ἐκ τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ περιήκεα μοχλὸν ἑλόντες δινέομεν Ὀδ. Ι. 387· περὶ τοῦ παροξυτ. τύπου ἴδε Εὐστ. ἐν τόπῳ.
Greek Monotonic
πῠριηκής: -ές (ἀκή), αυτός που έχει πύρινη αιχμή, σε Ομήρ. Οδ.