πυριήκης
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
German (Pape)
[Seite 822] ες, mit feuriger Spitze, im Feuer zugespitzt und gehärtet, μοχλός, Od. 9, 387.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
à la pointe rougie au feu.
Étymologie: πῦρ, ἀκή.
English (Autenrieth)
ες (ἄκη): fire-pointed, with blazing point, Od. 9.387†.
Greek Monolingual
-ίηκες, και πυριηκής, -ές, Α
αυτός που έχει πύρινη αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -ηκης (< ἄκος, βλ. λ. ακ-), πρβλ. αμφήκης, ξυρήκης].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυριήκης -ες [πῦρ, ἀκή] met gloeiende punt.
Russian (Dvoretsky)
πῠρῐήκης: с раскаленным острием (μοχλός Hom.).
Frisk Etymological English
(-ής)
Grammatical information: adj.
Meaning: with a fiery point, i.e. provided with a glowing top (πυριήκεα μοχλόν ι 387).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: After ἀμφ-ήκης, τανυ-ήκης etc.; s. ἠκή; πυρι- analogical after πυκι-, λαθι- a.o. To be rejected Bechtel Lex. s.v.: πυρι- (ήκης) like πυκι-(μηδής as "replacement of πύρινο-".
Frisk Etymology German
πυριήκης: (-ής)
{puriḗkēs}
Meaning: mit Feuerspitze, d.h. mit glühender Spitze versehen (πυριήκεα μοχλόν ι 387).
Etymology : Nach ἀμφήκης, τανυήκης usw.; s. ἠκή; πυρι- analogisch nach πυκι-, λαθι- u.a. Abzulehnen Bechtel Lex. s.v.: πυρι- (ήκης) wie πυκι-(μηδής als " Stellvertreter von πύρινο-".
Page 2,630