πόνησις
From LSJ
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
English (LSJ)
-εως, ἡ, toil, exertion, D.L.6.70: pl., f.l. in CritiasFr.25.30.
German (Pape)
[Seite 680] ἡ, Arbeit, Mühsal; Critias bei S. Emp. adv. Math. 9, 54; D. L. 6, 70.
Russian (Dvoretsky)
πόνησις: εως ἡ (тяжелый) труд, мучение Sext., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πόνησις: ἡ, (πονέω) κόπος, ἐργασία, Κριτίας 9. 30, Διογ. Λ. 6. 70.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α πονῶ
εργασία, κόπος, προσπάθεια.