ριπτάζω
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
Greek Monolingual
ῥιπτάζω ΝΑ
1. ρίχνω εδώ κι εκεί, σκορπίζω ολόγυρα («ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς», Ομ. Ιλ.)
2. (μέσ. και παθ.) ριπτάζομαι
κινούμαι εδώ κι εκεί, στριφογυρίζω, ιδίως στο κρεβάτι, από ανησυχία και αϋπνία
αρχ.
2. αμφιταλαντεύομαι (α. «ῥιπτάσαι περιδεῶς», επιγρ.
β. «τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα», Πλούτ.)
3. παθ. εξετάζομαι, με ερευνούν με πολλή προσοχή («πρᾶγμα πολλαῖσι... -ἀγρυπνίαις ἐρριπτασμένον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό μεταρρηματικό παρ. σχηματισμένο από το θ. ῥιπτ- του ρ. ῥίπτω με κατάλ. -άζω].