ροδοκάνι

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source

Greek Monolingual

το, Ν
δοχείο με διάτρητο πώμα για ραντισμό με ροδόσταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + κανί «ραντιστήρι»].