ροδοκάνι

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
δοχείο με διάτρητο πώμα για ραντισμό με ροδόσταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + κανί «ραντιστήρι»].