Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
-ον, Ααυτός που έχει ροδόχρωμο στήθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κόλπος (πρβλ. βαθύκολπος)].