ρόθος

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. θόρυβος, ιδίως ο ήχος του κουπιού που χτυπάει τη θάλασσατέλος δ' ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», Αισχύλ.)
2. ο θόρυβος τών κυμάτων («ῥόθον
τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», Ησύχ.)
3. συγκεχυμένος άναρθρος ήχος («Περσίδος γλώσσης ῥόθος», Αισχύλ.)
4. γρήγορη, ορμητική κίνηση (α. «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου», Ησύχ.
β. «πτερύγων ῥόθος», Οππ.)
5. θόρυβος, φασαρία («τῆς δὲ Δίκης ῥόθος ἑλκομένης ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι», Ησίοδ.)
6. μονοπάτι σε ορεινή περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθανή είναι η σύνδεση της λ. με την οικογένεια του ῥέω και η αναγωγή της σε ρίζα sr-edh- «βομβώ» (πρβλ. ῥώθων). Καμιά, εξάλλου, σύνδεση της λ. με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Αρχική σημ. του τ. πρέπει να θεωρηθεί η σχετική με τη θάλασσα, δηλ. ο θόρυβος τών κουπιών και ο θόρυβος τών κυμάτων, από όπου, κατ' επέκταση, ο συγκεχυμένος άναρθρος ήχος, θόρυβος, φασαρία].

Mantoulidis Etymological

(=πάταγος, πλατάγισμα τῶν κυμάτων). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπό τό θόρυβο τῶν κυμάτων. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ροθέω -ῶ.