σαργανίς
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = σαργάνη, Cratin.40.7.
German (Pape)
[Seite 862] ίδος, ἡ, = Vorigem, Korb, ἐν σαργανίσιν ἄξω ταρίχους, Cratin. bei Ath. III, 119 c.
Greek (Liddell-Scott)
σαργανίς: -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 7.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
σαργάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαργάνη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].