σαρκίς

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκίς Medium diacritics: σαρκίς Low diacritics: σαρκίς Capitals: ΣΑΡΚΙΣ
Transliteration A: sarkís Transliteration B: sarkis Transliteration C: sarkis Beta Code: sarki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, meat, Stud.Pal.20.250.5 (vi/vii A.D.).

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
σάρκα, κρέας ή, κατ' άλλους, φαγητό με κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κνημίς, φυλακίς)].