σελίδιον

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελίδιον Medium diacritics: σελίδιον Low diacritics: σελίδιον Capitals: ΣΕΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: selídion Transliteration B: selidion Transliteration C: selidion Beta Code: seli/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of σελίς, column of a papyrus or mathematical table, Plb.5.33.3 (v.l.), Ptol.Geog.2.1.3, Alm.6.7, al., Vett.Val.303.26, Suid.

German (Pape)

[Seite 870] τό, dim. von σελίς; Pol. 5, 33, 3, l. d.; B. A. 766, 28.

Russian (Dvoretsky)

σελίδιον: (ῐδ) τό листок, страничка (Polyb. - v.l. к σελίς).

Greek (Liddell-Scott)

σελίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σελίς, σελὶς ἢ στήλη βιβλίου, διαφορ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 5. 33, 3. Σουΐδ., συχν. παρὰ τῷ Πτολ.

Greek Monolingual

τὸ, Α σελίς, -ίδος]
1. μικρή σελίδα
2. στήλη σελίδας παπύρου ή μαθηματικού πίνακα.