σιβυλλιστής

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui prédit d'après les Livres sibyllins.
Étymologie: σίβυλλα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιβυλλιστής -οῦ, ὁ Σίβυλλα waarzegger.

Russian (Dvoretsky)

σῐβυλλιστής: οῦ ὁ пророчествующий по сибиллиным книгам, прорицатель Plut.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που πίστευε στη Σίβυλλα
2. αυτός που προφήτευε το μέλλον με βάση τα σιβύλλεια βιβλία
3. (κατ' επέκτ.) μάντης, προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σίβυλλα + κατάλ. -ιστής].