σιβυλλιστής
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui prédit d'après les Livres sibyllins.
Étymologie: σίβυλλα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιβυλλιστής -οῦ, ὁ Σίβυλλα waarzegger.
Russian (Dvoretsky)
σῐβυλλιστής: οῦ ὁ пророчествующий по сибиллиным книгам, прорицатель Plut.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που πίστευε στη Σίβυλλα
2. αυτός που προφήτευε το μέλλον με βάση τα σιβύλλεια βιβλία
3. (κατ' επέκτ.) μάντης, προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σίβυλλα + κατάλ. -ιστής].