σιταποχία

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτᾰποχία Medium diacritics: σιταποχία Low diacritics: σιταποχία Capitals: ΣΙΤΑΠΟΧΙΑ
Transliteration A: sitapochía Transliteration B: sitapochia Transliteration C: sitapochia Beta Code: sitapoxi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἀπέχω) abstinence from food, Hsch. s.v. βουβίλιξ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτᾰποχία: ἡ, (ἀπέχω) ἀποχὴ ἀπὸ τροφῆς, νηστεία, Ἡσύχ. ἐν λέξ. βουβίλιξ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
αποχή από τη σίτιση, νηστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀποχή (< ἀπέχω) κατά τα θηλ. σε -ία].