σιταρχώ
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
οῦς, ἡ, female commissariat officer, IG5(2).266.37 (Mantinea, i B.C.).
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
γυναίκα αξιωματούχος της σιταρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρχης «τροφοδότης» + επίθημα -ώ (πρβλ. μορφώ)].
(II)
-έω, Α
τροφοδοτώ ή μισθοδοτώ τους στρατιώτες ή άλλες ομάδες ανθρώπων (α. «σιταρχεῖν τοὺς στρατιώτας», επιγρ.
β. «σιταρχεῖται δὴ ὁ δῆμος καὶ οἱ εὔποροι τοὺς ἐνδεεῖς ὑπολαμβάνουσιν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -αρχῶ (< -αρχος < ἄρχω), πρβλ. κυριαρχῶ].