σιταρχώ

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑταρχώ Medium diacritics: σιταρχώ Low diacritics: σιταρχώ Capitals: ΣΙΤΑΡΧΩ
Transliteration A: sitarchṓ Transliteration B: sitarchō Transliteration C: sitarcho Beta Code: sitarxw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, female commissariat officer, IG5(2).266.37 (Mantinea, i B.C.).

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
γυναίκα αξιωματούχος της σιταρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρχης «τροφοδότης» + επίθημα -ώ (πρβλ. μορφώ)].
(II)
-έω, Α
τροφοδοτώ ή μισθοδοτώ τους στρατιώτες ή άλλες ομάδες ανθρώπων (α. «σιταρχεῖν τοὺς στρατιώτας», επιγρ.
β. «σιταρχεῖται δὴ ὁ δῆμος καὶ οἱ εὔποροι τοὺς ἐνδεεῖς ὑπολαμβάνουσιν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -αρχῶ (< -αρχος < ἄρχω), πρβλ. κυριαρχῶ].