σιτοβολείον
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
Greek Monolingual
και σιτοβόλιον, τὸ, Α
η σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -βολεῖον / -βόλιον μέσω αμάρτυρου σιτοβόλος (πρβλ. σταφιδοβολεῖον)].