σιτομύλης
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
Greek Monolingual
και σιτομεύλης, ὁ, Α
μυλωνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -μύλης (< μύλη «μύλος»). Ο φωνηεντισμός -ευ- του τ. σιτομεύλης παραμένει δυσερμήνευτος για τα ελληνικά δεδομένα, γιατί η ΙΕ ρίζα mel- εμφανίζει μόνο συνεσταλμένη βαθμίδα μυλ στην Ελληνική].