σκάλμη

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάλμη Medium diacritics: σκάλμη Low diacritics: σκάλμη Capitals: ΣΚΑΛΜΗ
Transliteration A: skálmē Transliteration B: skalmē Transliteration C: skalmi Beta Code: ska/lmh

English (LSJ)

ἡ, (σκάλλω) knife, sword, S.Fr.620, M.Ant.11.15. On the accent, v. Hdn.Gr.1.324.

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, Messer, Schwert; Soph. frg. 549 bei Poll. 10, 165; M. Ant. 11, 15; soll ein ausländisches Wort sein, kann aber auch von σκάλλω abgeleitet werden.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte de μάχαιρα thrace, courte épée, coutelas ; καὶ σιδηρολάβον δὲ αὐτήν τινες λέγουσιν.
Étymologie: DELG cf. σκαλμός, σκάλλω.

Russian (Dvoretsky)

σκάλμη:кинжал или меч Soph.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλμη: ἡ, (σκάλλω) μάχαιρα, ξίφος, Σοφ. Ἀποσπ. 549, ἴδε Gatak. εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 11. 15. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 110. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάχαιρα Θρᾳκία. καὶ σιδηρολάβον δὲ αὐτήν τινες λέγουσιν».

Greek Monolingual

ἡ, Α
μάχαιρα, ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκαλμός, με αλλαγή γένους].