σκάλμη
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn
English (LSJ)
ἡ, (σκάλλω) knife, sword, S.Fr.620, M.Ant.11.15. On the accent, v. Hdn.Gr.1.324.
German (Pape)
[Seite 888] ἡ, Messer, Schwert; Soph. frg. 549 bei Poll. 10, 165; M. Ant. 11, 15; soll ein ausländisches Wort sein, kann aber auch von σκάλλω abgeleitet werden.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte de μάχαιρα thrace, courte épée, coutelas ; καὶ σιδηρολάβον δὲ αὐτήν τινες λέγουσιν.
Étymologie: DELG cf. σκαλμός, σκάλλω.
Russian (Dvoretsky)
σκάλμη: ἡ кинжал или меч Soph.
Greek (Liddell-Scott)
σκάλμη: ἡ, (σκάλλω) μάχαιρα, ξίφος, Σοφ. Ἀποσπ. 549, ἴδε Gatak. εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 11. 15. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 110. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάχαιρα Θρᾳκία. καὶ σιδηρολάβον δὲ αὐτήν τινες λέγουσιν».
Greek Monolingual
ἡ, Α
μάχαιρα, ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκαλμός, με αλλαγή γένους].