σκέπανος
Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug
English (LSJ)
ὁ, prob. a kind of tunny, Opp.H.1.106; σκέπινος, Dorio ap.Ath.7.322e.
German (Pape)
[Seite 892] ὁ, auch σκέπηνος u. σκέπινος, ein Fisch, lat. umbra, Opp. Hal. 1, 106. 3, 637.
Greek (Liddell-Scott)
σκέπᾰνος: (οὐχὶ σκεπανός), ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ θύννου, Λατιν. umbra, Ὀππ. Ἁλ. 1. 106· ὁ Δωρίων παρ’ Ἀθην. 322Ε σκέπινος, ὁ δὲ Ἡσύχ. σκεπινός.
Greek Monolingual
και σκέπινος, ὁ, Α
είδος ψαριού, πιθανώς ο θύννος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει την ίδια σημ. με τον τ. κόπανος «είδος ψαριού της οικογένειας του θύννου» και επομένως μπορεί να αναχθεί στη ρίζα (s)kep- του κόπτω. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με το ρ. σκέπω δεν θεωρείται πιθανή].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a fish, a kind of tunny (Opp.). S. Thompson Fishes s.v., Strömberg Fischn. 128.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.