σκαριφητήρας

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

και σκαριφιστήρας, ο, Ν
1. ιατρ. ειδικό χειρουργικό μαχαιρίδιο για την εκτέλεση σκαριφησμών
2. ειδικό γεωργικό εργαλείο για καθαρισμό της επιφάνειας του εδάφους χωρίς αναστροφή τών χωμάτων, κν. ξαριστής ή τσουγκράνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφώ + κατάλ. -τήρας (πρβλ. κινητήρας)].