σκευαστέον
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
A one must prepare to do a thing, c. inf., Ar.Pax855.
II one must prepare, compound a medicine, Dsc.2.76, Gal.13.814.
Greek (Liddell-Scott)
σκευαστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ παρασκευασθῇ ὅπως πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρεμφ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 885. ΙΙ. πρέπει τις νὰ παρασκευάσῃ, συσκευάσῃ φάρμακον, Διόδ. 2. 90.
Greek Monotonic
σκευαστέον: ρημ. επίθ. του σκευάζω, αυτό που πρέπει κάποιος να ετοιμάσει, να προετοιμάσει, με απαρ., σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκευαστέον, adj. verb. van σκευάζω, er moet klaargemaakt worden.