σκευαστέον

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευαστέον Medium diacritics: σκευαστέον Low diacritics: σκευαστέον Capitals: ΣΚΕΥΑΣΤΕΟΝ
Transliteration A: skeuastéon Transliteration B: skeuasteon Transliteration C: skevasteon Beta Code: skeuaste/on

English (LSJ)

A one must prepare to do a thing, c. inf., Ar.Pax855.
II one must prepare, compound a medicine, Dsc.2.76, Gal.13.814.

Greek (Liddell-Scott)

σκευαστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ παρασκευασθῇ ὅπως πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρεμφ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 885. ΙΙ. πρέπει τις νὰ παρασκευάσῃ, συσκευάσῃ φάρμακον, Διόδ. 2. 90.

Greek Monotonic

σκευαστέον: ρημ. επίθ. του σκευάζω, αυτό που πρέπει κάποιος να ετοιμάσει, να προετοιμάσει, με απαρ., σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευαστέον, adj. verb. van σκευάζω, er moet klaargemaakt worden.