σκληραγωγώ
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
σκληραγωγῶ, -έω, ΝΑ
ανατρέφω κάποιον με τραχύτητα και αυστηρότητα, τον εθίζω στις ταλαιπωρίες, τον εξοικειώνω με τις κακουχίες
νεοελλ.
μέσ. σκληραγωγούμαι, -έομαι
συνηθίζω τον εαυτό μου στις κακουχίες και στις ταλαιπωρίες
αρχ.
φρ. «σκληραγωγῶ τὴν λέξιν»
μτφ. καθιστώ το ύφος του λόγου τραχύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -αγωγῶ (< -αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. δημαγωγώ].