σκληρασία
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Full diacritics: σκληρᾰσία | Medium diacritics: σκληρασία | Low diacritics: σκληρασία | Capitals: ΣΚΛΗΡΑΣΙΑ |
Transliteration A: sklērasía | Transliteration B: sklērasia | Transliteration C: sklirasia | Beta Code: sklhrasi/a |
ἡ, hardening, κασσιτέρου PLeid.X.81.
ἡ, Α
σκλήρυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός, κατά τα θηλ. σε -(α)σία (πρβλ. ξηρασία, υγρασία)].