σκύλσις
From LSJ
Full diacritics: σκύλσις | Medium diacritics: σκύλσις | Low diacritics: σκύλσις | Capitals: ΣΚΥΛΣΙΣ |
Transliteration A: skýlsis | Transliteration B: skylsis | Transliteration C: skylsis | Beta Code: sku/lsis |
-εως, ἡ, (σκύλλω) = σκυλμός, Hsch.
[Seite 908] ἡ, = σκυλμός, Hesych.
σκύλσις: (σκύλλω) = σκυλμός, «θυμός, σάλος, ταραχὴ» Ἡσύχ., Ἐκκλ.
-εως, ἡ, Α
βλ. σκύλησις.