σκυλμός
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
ὁ,
A rending, mangling, Sch.Il.17.62.
2 irritation, of purgatives or plasters, Sor.2.41,42, Archig. ap. Orib.8.2.8, Orib.Fr.74.
3 annoyance, vexation, freq. in plural, LXX 3 Ma.3.25, 4.6, Artem.2.30, Man.4.364, Ptol.Tetr.206, Petos. ap. Vett.Val.96.6; of a lover's violence, AP5.198 (Hedyl.): sg., PTeb.41.7 (ii B.C.), PFay.111.5 (i A.D.), al., Vett.Val.180.7.
4 expenditure of effort, trouble, POxy.941.5 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 907] ὁ, das Zerzausen, Zerfleischen, Zerraufen, bes. bei heftiger Trauer; übertr., Belästigung, Qual, καὶ φροντίδες Artemid. 2, 30, καὶ ἀηδίαι ib. 31.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυλμός -οῦ, ὁ [σκύλλω] alleen plur. kwelling, overlast.
Russian (Dvoretsky)
σκυλμός: ὁ разрывание, растерзывание Anth.
Greek (Liddell-Scott)
σκυλμός: ὁ, (σκύλλω) σπαραγμός, διασπάραξις, «ξέσχισμα», Ἀνθ. Π. 5. 199, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 62· - ἐν τῷ πληθ., ἐνοχλήσεις, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 25, Δ΄, 6), Ἀρτεμίδ. 2. 30, Μανέθων 4. 364.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκύλλω, σπαραγμός, κατασπάραξη, ξέσχισμα
2. ερεθισμός, παροξυσμός
3. βασανισμός, ταλαιπωρία («μετὰ ὕβρεως καὶ σκυλμῶν ἀποστεῖλαι πρὸς ἡμᾶς ἐν δεσμοῖς σιδηροῖς... κατακεκλεισμένους», ΠΔ)
4. καταβολή μόχθου, προσπάθειας
5. στον πληθ. οἱ σκυλμοί
α) ενοχλήσεις
β) βίαιες, σφοδρές ερωτικές εκδηλώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλω «σπαράζω, ξεσχίζω» + κατάλ. -μός (πρβλ. παλμός)].