σκύρος
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek (Liddell-Scott)
σκύρος: ὁ, = λατύπη, τὰ κατὰ τὴν λάξευσιν τοῦ λίθου ἐκπίπτοντα τεμάχια, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 5. 124, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και σκύρος, ὁ, Α
1. μικρό κομμάτι λίθου προερχόμενο από λάξευσή του, σκύρο, χαλίκι
2. η κεντρική γραμμή στο παιχνίδι επίσκυρος. διότι επισημαινόταν με μικρούς λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι υποθέσεις ότι η λ. συνδέεται με τα: λιθ. skiaurė «μικρή διάτρητη κύστη», kiauras«τρυπημένος», αρχ. άνω γερμ. scora «φτυάρι», αρχ. ινδ. skauti «ταράζω, ενοχλώ». Η σύνδεση της λ. με τη συνώνυμη σκῖρος «σκληρή, ακαλλιέργητη γη» οφείλεται σε παρετυμολ. Πιθανή, τέλος, θεωρείται η σύνδεση του τ. με το τοπωνύμιο Σκῦρος].
Mantoulidis Etymological
ὁ (=κομμάτια ἀπό τό πελέκημα πέτρας).
Παράγωγα: σκυροῦμαι (=στρώνομαι μέ πέτρες), σκυρώδης, Σκῦρος (=νησί τῶν Σποράδων, μέ πετρῶδες ἔδαφος).