μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
-η, -ο, Ν
αυτός που μιλά τη σλαβική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σλάβος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ελληνό-φωνος. Η λ., στον πληθ. Σλαβόφωνοι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].