σουραύλι
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
Greek Monolingual
το, Ν
μουσ. λαϊκό πνευστό όργανο, συγγενικό με τη φλογέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σῦριγξ + αὐλός, μέσω ενός αμάρτυρου τ. συραύλιον. Ο τ. συραύλιον, αντί του αναμενόμενου συριγγαύλιον, ερμηνεύεται από το γεγονός ότι συχνά χρησιμοποιείται τον μικρότερο μέρος του θ. για τον σχηματισμό τών συνθ. Τέλος, για την τροπή του -υ- σε -ου- πρβλ. ξυράφι: ξουράφι, σύρω: σούρω].