σπανόφυλλος

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰνόφυλλος Medium diacritics: σπανόφυλλος Low diacritics: σπανόφυλλος Capitals: ΣΠΑΝΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: spanóphyllos Transliteration B: spanophyllos Transliteration C: spanofyllos Beta Code: spano/fullos

English (LSJ)

σπανόφυλλον, lacking in leaves, of the fir, pine, etc., Thphr. HP 1.10.4 codd.; v. ἀκανθόφυλλος.

German (Pape)

[Seite 916] blätterarm, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰνόφυλλος: -ον, ὁ μὴ ἔχων φύλλα· ἴδε σπαθόφυλλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για έλατο, πεύκο και άλλα δέντρα) αυτός που δεν είναι πλατύφυλλος, ο βελονόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πολύφυλλος].