σπανόφυλλος
From LSJ
English (LSJ)
σπανόφυλλον, lacking in leaves, of the fir, pine, etc., Thphr. HP 1.10.4 codd.; v. ἀκανθόφυλλος.
German (Pape)
[Seite 916] blätterarm, zw.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰνόφυλλος: -ον, ὁ μὴ ἔχων φύλλα· ἴδε σπαθόφυλλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για έλατο, πεύκο και άλλα δέντρα) αυτός που δεν είναι πλατύφυλλος, ο βελονόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πολύφυλλος].