σπαρτόδετος
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
ον, (δέω¹) bound with σπάρτος, Opp. C. 1.156, 4.415.
German (Pape)
[Seite 917] mit σπάρτος gebunden u. befestigt, Opp. Cyn. 1, 156.
Greek (Liddell-Scott)
σπαρτόδετος: -ον, (δέω) ὁ δεδεμένος διὰ σχοινίου ἐκ σπάρτου, Ὀππ. Κυν. 1. 156., 4. 412.
Greek Monolingual
-ον, Α
δεμένος με σχοινί από σπάρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρτον + -δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. νευρόδετος].