σποδόομαι

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποδόομαι Medium diacritics: σποδόομαι Low diacritics: σποδόομαι Capitals: ΣΠΟΔΟΟΜΑΙ
Transliteration A: spodóomai Transliteration B: spodoomai Transliteration C: spodoomai Beta Code: spodo/omai

English (LSJ)

Pass.,
A to be burnt to ashes, Hp.Mul.2.191, Lyc.178, AP10.90 (Pall.).
II Med., ἐσποδώσαντο τὰς κεφαλάς strewed their heads with ashes, LXX Ju.4.11.

Greek (Liddell-Scott)

σποδόομαι: Παθ., κατακαίομαι καὶ μεταβάλλομαι εἰς σποδόν, εἰς τέφραν, Ἱππ. 667, 10, Λυκόφρ. 178, Ἀνθ. Π. 10. 90. ΙΙ. Μέσσ., ἐσποδώσαντο τὰς κεφαλάς, μὲ σποδὸν ἐκάλυψαν τὰς κεφαλάς των, ἐκόκκισαν μὲ στάκτην, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Δ΄, 11).

Greek Monotonic

σποδόομαι: Παθ., κατακαίγομαι, γίνομαι στάχτη, αποτεφρώνομαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

σποδόομαι,
Pass. to be burnt to ashes, Anth.