σποδόομαι
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
Pass.,
A to be burnt to ashes, Hp.Mul.2.191, Lyc.178, AP10.90 (Pall.).
II Med., ἐσποδώσαντο τὰς κεφαλάς strewed their heads with ashes, LXX Ju.4.11.
Greek (Liddell-Scott)
σποδόομαι: Παθ., κατακαίομαι καὶ μεταβάλλομαι εἰς σποδόν, εἰς τέφραν, Ἱππ. 667, 10, Λυκόφρ. 178, Ἀνθ. Π. 10. 90. ΙΙ. Μέσσ., ἐσποδώσαντο τὰς κεφαλάς, μὲ σποδὸν ἐκάλυψαν τὰς κεφαλάς των, ἐκόκκισαν μὲ στάκτην, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Δ΄, 11).
Greek Monotonic
σποδόομαι: Παθ., κατακαίγομαι, γίνομαι στάχτη, αποτεφρώνομαι, σε Ανθ.