σπονδειακός

From LSJ

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπονδειακός Medium diacritics: σπονδειακός Low diacritics: σπονδειακός Capitals: ΣΠΟΝΔΕΙΑΚΟΣ
Transliteration A: spondeiakós Transliteration B: spondeiakos Transliteration C: spondeiakos Beta Code: spondeiako/s

English (LSJ)

σπονδειακή, σπονδειακόν,
A of the kind used at libations, τρόπος (in Music) Plu.2.1137b; αὐλοί Poll.4.81; μέλος Iamb.VP25.112; ῥυθμοί, i.e. spondaic, Hermog.Id.2.12; συνθῆκαι ib.1.6. Adv. σπονδειακῶς Eust.546.16.
II σπονδειακός (sc. πούς), ὁ, antispastic, Sch. Heph.p.303 C.

German (Pape)

[Seite 923] spondeisch; Plut. de mus. 19; αὐλοὶ σπονδειακοί, Poll. 4, 81.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
composé de spondées, spondaïque.
Étymologie: σπονδεῖος.

Russian (Dvoretsky)

σπονδειᾰκός: спондеический (τρόπος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σπονδειακός: -ή, -όν, = (σπονδεῖος ΙΙ) ὁ ἐκ σπονδείων συνιστάμενος, τρόπος Πλούτ. 2.1137Β· αὐλοὶ Πολυδ. Δ΄, 81· - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 546. 16. ΙΙ. ἀντίσπαστος, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. σ. 160.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ σπονδεῖος
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από σπονδείους
2. το αρσ. ως ουσ.σπονδειακός
(ενν. πούς) ο αντίσπαστος (U- -U).
επίρρ...
σπονδειακῶς Μ
έτσι ώστε να αποτελείται από σπονδείους.