σταθευτός

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταθευτός Medium diacritics: σταθευτός Low diacritics: σταθευτός Capitals: ΣΤΑΘΕΥΤΟΣ
Transliteration A: statheutós Transliteration B: statheutos Transliteration C: statheftos Beta Code: staqeuto/s

English (LSJ)

σταθευτή, σταθευτόν, scorched, burnt, A.Pr.22.

German (Pape)

[Seite 927] erwärmt, verbrannt, σταθ. ἡλίου φοίβῃ φλογί Aesch. Prom. 22.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
échauffé, brûlé peu à peu.
Étymologie: σταθεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταθευτός -ή -όν [σταθεύω] verschroeid, verbrand.

Russian (Dvoretsky)

στᾰθευτός: [adj. verb. к σταθεύω обожженный, опаленный (ἡλίου φλογί Aesch.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σταθεύω
1. καμένος, καψαλισμένος («σταθευτὸς δ' ἡλίου φοίβου φλογὶ χροιᾱς ἀμείψεις ἄνθος», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «πεφλογισμένος ἡρέμα».

Greek Monotonic

στᾰθευτός: -ή, -όν, καμένος, καψαλισμένος, τσουρουφλισμένος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰθευτός: -ή, -όν, εἰς ὑπερβολὴν θερμανθείς, κεκαυμένος, «καψαλισμένος»· ― «πεφλογισμένος ἠρέμα» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Πρ. 22.

Middle Liddell

στᾰθευτός, ή, όν
scorched, burnt, Aesch. [from στᾰθεύω]