σταθευτός
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
σταθευτή, σταθευτόν, scorched, burnt, A.Pr.22.
German (Pape)
[Seite 927] erwärmt, verbrannt, σταθ. ἡλίου φοίβῃ φλογί Aesch. Prom. 22.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
échauffé, brûlé peu à peu.
Étymologie: σταθεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταθευτός -ή -όν [σταθεύω] verschroeid, verbrand.
Russian (Dvoretsky)
στᾰθευτός: [adj. verb. к σταθεύω обожженный, опаленный (ἡλίου φλογί Aesch.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σταθεύω
1. καμένος, καψαλισμένος («σταθευτὸς δ' ἡλίου φοίβου φλογὶ χροιᾱς ἀμείψεις ἄνθος», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «πεφλογισμένος ἡρέμα».
Greek Monotonic
στᾰθευτός: -ή, -όν, καμένος, καψαλισμένος, τσουρουφλισμένος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰθευτός: -ή, -όν, εἰς ὑπερβολὴν θερμανθείς, κεκαυμένος, «καψαλισμένος»· ― «πεφλογισμένος ἠρέμα» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Πρ. 22.
Middle Liddell
στᾰθευτός, ή, όν
scorched, burnt, Aesch. [from στᾰθεύω]