στατέον

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰτέον Medium diacritics: στατέον Low diacritics: στατέον Capitals: ΣΤΑΤΕΟΝ
Transliteration A: statéon Transliteration B: stateon Transliteration C: stateon Beta Code: state/on

English (LSJ)

(ἵστημι) one must appoint, ἄρχοντα Pl.R. 503a.

Russian (Dvoretsky)

στᾰτέον: adj. verb. к ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ἵστημι, πρέπει τις νὰ διορίσῃ, ἄρχοντα Πλάτ. Πολ. 503Α.

Greek Monotonic

στᾰτέον: ρημ. επίθ. του ἵστημι, αυτό που πρέπει να ορίστει, να διορίστει, να τοποθετηθεί, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στατέον adj. verb. van ἵστημι, er moet aangesteld worden:. τὸν δὲ πανταχοῦ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα... στατέον ἄρχοντα degene die er aan alle kanten onaangetast uitkomt moet als leider aangesteld worden Plat. Resp. 503a.