σταυρώσιμος
From LSJ
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
English (LSJ)
σταυρώσιμον, deserving crucifixion, Hsch. s.v. σκολοπώνυμον.
German (Pape)
[Seite 930] zur Kreuzigung gehörig, ἡμέρα, der Tag der Kreuzigung, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σταυρώσιμος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σταύρωσιν, ἡμέρα στ. Ἐκκλ. 2) ὁ ἄξιος σταυρώσεως, Λατ. fur… if… r, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο / σταυρώσιμος, -ον, ΝΜΑ σταύρωσις
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που αναφέρεται στην σταύρωση του Χριστού («σταυρώσιμοι ἡμέραι» — οι μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας)
2. το ουδ. ως ουσ. το σταυρώσιμο(ν)
τροπάριο που υμνεί τον Τίμιο Σταυρό
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «άξιος σταυρώσεως».