σταχυηλόγος
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
σταχυηλόγον, gleaning ears of corn, Eust.100.14.
German (Pape)
[Seite 931] Aehren lesend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυηλόγος: -ον, ὁ συλλέγων στάχυας σίτου, Εὐστ. 100. 14.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που συλλέγει στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -λόγος (πρβλ. σταχυηκόμος)].