στενοφυής

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενοφῠής Medium diacritics: στενοφυής Low diacritics: στενοφυής Capitals: ΣΤΕΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: stenophyḗs Transliteration B: stenophyēs Transliteration C: stenofyis Beta Code: stenofuh/s

English (LSJ)

στενοφυές, narrow by nature, Alex.268.

German (Pape)

[Seite 935] ές, eng od. schmal von Statur, Alexis bei Schol. Plat. Menex. 393, von Euböa.

Greek (Liddell-Scott)

στενοφυής: -ές, στενὸς ἐκ φύσεως, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 30. 5.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που είναι από τη φύση του στενός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλοφυής].