στενοφυής
From LSJ
ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs
English (LSJ)
στενοφυές, narrow by nature, Alex.268.
German (Pape)
[Seite 935] ές, eng od. schmal von Statur, Alexis bei Schol. Plat. Menex. 393, von Euböa.
Greek (Liddell-Scott)
στενοφυής: -ές, στενὸς ἐκ φύσεως, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 30. 5.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που είναι από τη φύση του στενός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλοφυής].