στερεοτύπης

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
τεχνίτης ειδικός στην στερεοτυπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -τύπης (< τύπτω), πρβλ. λινοτύπης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].