στερεοτυπία

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιατρ. ανεξήγητη, αναιτιολόγητη αυτοματική και απροσάρμοστη προς τη συγκεκριμένη κατάσταση επανάληψη ήχων, λέξεων, κινήσεων ή χειρονομιών, η οποία απαντά κυρίως στις παιδικές ψυχώσεις και στην κατατονία
2. μέθοδος τυπογραφίας κατά την οποία στοιχειοθετείται η σελίδα, παράγεται αρνητικό αντίτυπό της και μέσα σ' αυτό χύνεται λειωμένο κράμα μολύβδου για να παραχθεί έκτυπη τυπογραφική πλάκα
3. φρ. «λεκτική στερεοτυπία»
ιατρ. επαναλαμβανόμενη, αδιάκοπη χρήση μικρού αριθμού λέξεων
4. μτφ. έλλειψη πρωτοτυπίας, έλλειψη ποικιλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereotypie (< στερεότυπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Γκαρμπολά].