στερεωτικός
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
στερεωτική, στερεωτικόν, strengthening, consolidating, σαρκός Antyll. ap. Orib.6.32.3.
German (Pape)
[Seite 937] fest-, dichtmachend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
στερεωτικός: -ή, -όν, ὁ στερεώνων, στερεοποιῶν, τῆς σαρκὸς Ἄντυλλ. παρὰ Matth Medic. 123.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στερεωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και στερρωτικός ΜΑ στερεῶ, -ώνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην στερέωση
νεοελλ.
(το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερεωτικά
ονομασία ουσιών που χρησιμοποιοῦνται: α) στη βαφική, για να καταστήσουν τα χρώματα τών υφασμάτων στερεότερα
β) στη φωτογραφική, για την στερέωση τών εικόνων
γ) στην αρωματοποιία, για την ελάττωση της πτητικότητας τών οσμηρών ουσιών
δ) στην κομμωτική, για τη στερέωση τών χτενισμάτων.