στερνόφθαλμος
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
στερνόφθαλμον, with eyes in the breast, A.Fr.441.
German (Pape)
[Seite 938] mit Augen in od. auf der Brust, Aesch. frg. 188.
Russian (Dvoretsky)
στερνόφθαλμος: с глазами на груди Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
στερνόφθαλμος: -ου, ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς κατὰ τὸ στῆθος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 202. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 496.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μάτια στο στέρνο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + ὀφθαλμός.