στερνόφθαλμος

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερνόφθαλμος Medium diacritics: στερνόφθαλμος Low diacritics: στερνόφθαλμος Capitals: ΣΤΕΡΝΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: sternóphthalmos Transliteration B: sternophthalmos Transliteration C: sternofthalmos Beta Code: sterno/fqalmos

English (LSJ)

στερνόφθαλμον, with eyes in the breast, A.Fr.441.

German (Pape)

[Seite 938] mit Augen in od. auf der Brust, Aesch. frg. 188.

Russian (Dvoretsky)

στερνόφθαλμος: с глазами на груди Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

στερνόφθαλμος: -ου, ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς κατὰ τὸ στῆθος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 202. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 496.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μάτια στο στέρνο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + ὀφθαλμός.