στηθάτος

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
περήφανος, αγέρωχος, αυτός που προβάλλει το στήθος του από περηφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. -άτος (πρβλ. μεσάτος)].