στιχηρός
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
English (LSJ)
ά, όν, of a verse, λαγάρωσις Eust.1103.18.
German (Pape)
[Seite 944] gereiht, in Reihen, Versen geschrieben, Eust.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στιχηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και στειχηρός, -ά, -όν, Α
1. αυτός που αποτελείται από στίχους, που έχει γραφεί σε στίχους, έμμετρος («στιχηραὶ βίβλοι», Γρηγ. Ναζ.)
2. (το ουδ., ιδίως στον πληθ., ως ουσ.) το στιχηρό και τα στιχηρά
εκκλ. τροπάρια της βυζαντινής εκκλησιαστικής ακολουθίας στα οποία προτάσσονται στίχοι από τους ψαλμούς του Δαβίδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. σιγηρός)].