στοίβαγμα

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

Greek Monolingual

και στοίβασμα, το, Ν στοιβάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στοιβάζω, η σε επάλληλες σειρές τοποθέτηση ή και η άτακτη συσσώρευση πραγμάτων.