συμπαρατηρέω
English (LSJ)
take care at the same time, ὅπως.. D.16.10; observe carefully at the same time with, c. dat., Gal.1.137, Aristid.2.44J.:—Pass., c. dat., Gal.Phil.Hist.9, S.E.P.2.100.
German (Pape)
[Seite 985] mit od. zugleich dabeistehen u. beobachten; Dem. 16, 10; S. Emp. adv. astrol. 103, öfter.
French (Bailly abrégé)
συμπαρατηρῶ :
observer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρατηρέω.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρατηρέω: совместно или одновременно наблюдать Dem.: τὸ συμπαρατηρηθέν τινι Sext. бывшее предметом наблюдения вместе с чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρατηρέω: ἵσταμαι πλησίον καὶ παρατηρῶ ὁμοῦ, Δημ· 204. 20, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 100.
Greek Monotonic
συμπαρατηρέω: στέκομαι στο πλάι και παρατηρώ από κοινού, σε Δημ.