συμποδηγέω

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμποδηγέω Medium diacritics: συμποδηγέω Low diacritics: συμποδηγέω Capitals: ΣΥΜΠΟΔΗΓΕΩ
Transliteration A: sympodēgéō Transliteration B: sympodēgeō Transliteration C: sympodigeo Beta Code: sumpodhge/w

English (LSJ)

conduct or lead together, Pl.Plt. 269c, 270a.

German (Pape)

[Seite 988] mit, zugleich führen oder leiten; Plat. Polit. 269 c; pass., 270 a.

Greek (Liddell-Scott)

συμποδηγέω: ὁδηγῶ ὁμοῦ, τὸ πᾶν τόδε τοτὲ μὲν αὐτὸς ὁ θεὸς συμποδηγεῖ Πλάτ. Πολιτικ. 269D· τοτὲ μὲν ὑπ’ ἄλλης συμποδηγεῖσθαι θείας αἰτίας αὐτόθι 270Α.

Russian (Dvoretsky)

συμποδηγέω: одновременно руководить, направлять (τὸ πᾶν Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμποδηγέω [σύν, ποδηγός] begeleiden.