begeleiden
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Dutch > Greek
καθιστάνω, καθοδηγέω, κομίζω, παιδαγωγέω, παρακομίζω, παραπέμπω, παρέπομαι, παρομαρτέω, πομπεύω, προπέμπω, συμπαρέπομαι, συμπαρομαρτέω, συμποδηγέω, συνακολουθέω, συναορέω, συνεπακολουθέω, συνέπομαι, συνομαρτέω